- κοσμοπολιτισμός
- ο1. διδασκαλία τών Στωικών τής αρχαιότητας που προέβαλλαν την ιδέα τού κοσμοπολίτη, θεωρώντας τους εαυτούς τους πολίτες όλου τού κόσμου2. τρόπος σκέψης και ζωής εκείνου που ζει διαδοχικά σε διάφορες χώρες και δεν είναι προσηλωμένος σε κανέναν εθνικό πολιτισμό3. χαρακτηρισμός εκείνου που αποτελείται από στοιχεία πολλαπλών εθνοτήτων («ο κοσμοπολιτισμός τής Νέας Υόρκης»)4. πολιτική αντίληψη που, κατά τους προηγούμενους αιώνες, προέβαλλε τις ιδέες τού αρχαίου κοσμοπολιτισμού και που σήμερα καλλιεργεί την περιφρόνηση προς τις εθνικές παραδόσεις και τον εθνικό πολιτισμό και θεωρεί ξεπερασμένες τις έννοιες τής εθνικής κυριαρχίας και ανεξαρτησίας.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. cosmopolitisme < cosmopolite (< κοσμοπολίτης) + κατάληξη -isme < -ισμός. Η λ. μαρτυρείται από το 1831 στον Αν. Πολυζωίδη].
Dictionary of Greek. 2013.